![]() |
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Οι Simon Dupree and the Big Sound ήταν βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής με βραχύβια παρουσία κατά τα τέλη της δεκαετίας του '60. Βασικός πυρήνας του ήταν τρία αδέλφια σκωτικής-εβραϊκής καταγωγής, οι Ντέρεκ (φωνή), Φιλ (φωνητικά, πνευστά, πλήκτρα) και Ρέι Σάλμαν (φωνητικά, κιθάρα, βιολί), ενώ οι υπόλοιπες θέσεις συμπληρώνονταν από διάφορα μη μόνιμα μέλη.
Οι Σάλμαν εμφανίζονταν από νεαρή ηλικία στις μουσικές σκηνές του Πόρτσμουθ, όπου διέμενε η οικογένεια, ως Howling Wolves και Road Runners. Υιοθέτησαν την τελική ονομασία τους στις αρχές του 1966, όταν μπήκαν στη δισκογραφία. Αγαπούσαν κυρίως τα ιδιώματα που προέρχονταν από τη «μαύρη» μουσική (μπλουζ, σόουλ) και σε αυτούς τους ρυθμούς το συγκρότημα κυκλοφόρησε τρία 45άρια με τη δισκογραφική εταιρεία Parlophone, τα οποία όμως απέτυχαν εμπορικά.
Κατόπιν πίεσης από τον παραγωγό τους, στράφηκαν στο ψυχεδελικό ροκ - έτσι ηχογράφησαν το τραγούδι Kites, με το οποίο μπήκαν για πρώτη και μοναδική φορά στο Top 10 της Μεγάλης Βρετανίας, στα τέλη του 1967. Η απήχηση του κομματιού προκάλεσε κρίση ταυτότητας, αφού το συγκρότημα ενδιαφερόταν να γράψει «λευκή σόουλ» και όχι ψυχεδέλεια, όπως ζητούσε η εταιρεία (το Kites δεν ήταν δική τους σύνθεση).
Ακολούθησαν δύο χρόνια, κατά τα οποία δεν μπόρεσαν να επαναλάβουν παρόμοια επιτυχία. Αυτό κατά τους Σάλμαν αποτέλεσε απόδειξη ότι η κατεύθυνση ήταν λαθεμένη, με αποτέλεσμα τη διάλυση του συγκροτήματος το 1969. Λίγο αργότερα τα τρία αδέλφια στράφηκαν προς ακραίους μουσικούς πειραματισμούς μέσω του σχήματος Gentle Giant.
Σημειωτέον ότι το 1967, παραμονές μιας σειράς συναυλιών στη Σκωτία, είχαν αναγκαστεί να αντικαταστήσουν ένα άρρωστο μέλος με τον πιανίστα Ρέτζιναλντ Ντουάιτ. Στη συνέχεια το συγκρότημα τον αξιοποίησε αρκετές φορές ως εκτελεστή, αλλά δεν δεχόταν να ηχογραφήσει κάποιο από τα τραγούδια που έγραφε. Προς το τέλος των συνεργασιών, ο Ντουάιτ υιοθέτησε το ψευδώνυμο με το οποίο έκανε παγκόσμια καριέρα ως συνθέτης και τραγουδιστής: Έλτον Τζων.